- вить
- вью, вьёшь, παρλθ. χρ. вил, -а,вило προστκ. вей, παθ. μτχ. витый, βρ: вит, -а, -о, ρ.δ.μ.1. πλέκω, συστρέφω•
вить веревку πλέκω τριχιά•
вить венки πλέκω στεφάνια.
|| κουβαριάζω, μαζεύω κουβάρι•вить пряжу μαζεύω το νήμα κουβάρι•
вить шелк περιτυλίγω το μετάξι.
|| κάμπτω, λυγίζω (το σώμα ή μέλος αυτού).εκφρ.вить веревки из (кого) – κάνω όπως θέλω (κάποιον).виться1. περιπλέκομαι, περιτυλίγομαι, ελίσσομαι, συστρέφομαι•у него волосы вьются от природы τα μαλλιά του είναι κατσαρά μόνα τους (από τη φύση)•
плющ вьется ο κισσός περιτυλίγεται•
вьется пыль из-под копыт коней κλωθανεβαίνει η σκόνη από τις οπλές των αλόγων.
2. στροβιλίζω•снег -ется το χιόνι στροβιλίζει•
орел вьется над горой ο αετός στριφογυρίζει πάνω απ’ το βουνό.
3. περιστρέφομαι, γυρίζω, στριφογυρίζω•дети вьются около матери τα παιδιά στριφογυρίζουν στη μάνα τους.
4. πλέκομαι, συστρέφομαι•веревки вьются из пеньки οι τρίχες πλέκονται από καννάβι.
Большой русско-греческий словарь. Под редакцией Константина Логофетиса. 1987.